1 διαφυσαω
(ὑπὸ ἀνέμων διαφυσηθείς Plat.)
(ἐκ τοῦ στόματός τι Plut.)
(μικρά τις αὔρα διαφυσήσασα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > διαφυσαω